- εβγαίνω
- (αόρ. εβγήκα) αμετ. выходить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek